- λεσχηνώτης
- λεσχηνώτης, ὁ (Α) [λεσχήν]μαθητής, ακροατής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεσχηνώτης — scholar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεσχηνῶται — λεσχηνώτης scholar masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)